Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολλῶν καιρίως εἰρημένων

См. также в других словарях:

  • επαισχύνομαι — ἐπαισχύνομαι (AM) (αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.) αρχ. 1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.) 2. (με… …   Dictionary of Greek

  • πάροιθε(ν) — και αιολ. τ. πάροιθα Α 1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ. β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.) 2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» πριν από μένα, Αισχύλ.) 3. (ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»